ασκώ — ασκώ, άσκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… … Dictionary of Greek
ασκώ — άσκησα, ασκήθηκα, ασκημένος 1. γυμνάζω, εξασκώ, εκπαιδεύω: Ασκεί τους μαθητές στο σχηματισμό προτάσεων με ορισμένη λέξη. 2. ασχολούμαι συνεχώς με κάτι, έχω ως επάγγελμα: Ασκεί με επιτυχία το επάγγελμα του χημικού. 3. εκτελώ, εφαρμόζω, επιβάλλω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκῶ — ἀσκέω work pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσκέω work pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀσκός skin masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκῷ — ἀσκός skin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικάρω — ασκώ κριτική, συνήθως αρνητική, σε κάποιον ή σε κάτι («η μόνιμη ασχολία της είναι να κριτικάρει τους συναδέλφους της»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. σχηματισμένη με την ξεν. κατάλ. άρω, πρβλ. αγγλ. criticize < αγγλ. critic (< κριτική) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
λογοκρίνω — ασκώ λογοκρισία … Dictionary of Greek
νομαρχεύω — ασκώ τα καθήκοντα του νομάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβολαιογραφώ — ασκώ το επάγγελμα του συμβολαιογράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκῶι — ἀσκῷ , ἀσκός skin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek